στατά

στατά
Α
(κατά τον Ησύχ.) «μακρά».

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • στατά — στατός placed neut nom/voc/acc pl στατά̱ , στατός placed fem nom/voc/acc dual στατά̱ , στατός placed fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στατός — ή, όν, Α 1. αυτός που έχει σταθεί σε κάποιο σημείο, που δεν κινήθηκε ή δεν κινείται (α. «στατὸν ὕδωρ» στάσιμο νερό, Σοφ. β. «στατὸς ἵππος» ίππος που έχει μείνει για μακρό χρονικό διάστημα μέσα στον στάβλο, Ομ. Ιλ.) 2. αφιερωμένος, ανατεθειμένος… …   Dictionary of Greek

  • ՇՐՋԱԿԱՅ — (ի, ից.) NBH 2 0496 Chronological Sequence: 6c, 8c ա. περιΐστας, περίστας circumstans περικείμενος circumjacens. Որ ոք կամ որ ինչ շուրջ կայ. մօտակայ. *Անապատ զշրջակայն իւր առնէր: Յարբուցմունս բուրաստանաց, եւ բովանդակ շրջակային յարբուցումն. Խոր.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”